αγροφύλακας

αγροφύλακας
[-αξ (-ακος)] ο полевой сторож

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγροφύλακας" в других словарях:

  • αγροφύλακας — ο (Μ ἀγροφύλαξ) φύλακας τών αγρών νεοελλ. υπάλληλος τής αγροφυλακής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + φύλαξ. ΠΑΡ. αγροφυλακιάτικο] …   Dictionary of Greek

  • αγροφύλακας — ο δημόσιος ή ιδιωτικός φύλακας των αγρών, δραγάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλτάριος — και σαλτουάριος, ὁ, Α αγροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saltuarius «αγροφύλακας»] …   Dictionary of Greek

  • αγροφυλακιάτικο — το [αγροφύλακας] αμοιβή σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται από τους αγρότες στους αγροφύλακες για τη φύλαξη τών κτημάτων τους …   Dictionary of Greek

  • αγροφύλαξ — ἀγροφύλαξ ( ακος), ο (Μ) βλ. αγροφύλακας …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • δραγάτης — ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης) αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω] …   Dictionary of Greek

  • κουρουζής — κουρουζής, ὁ (M) αγροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. korucu] …   Dictionary of Greek

  • μπεκτζής — και μπεκτσής και μπιχτσής (Μ μπεκτζής) φύλακας, νυκτοφύλακας μιας ή και περισσότερων οδών σε πόλη νεοελλ. (ιδιωμ.) αγροφύλακας και δασοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekci] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • βεργάτης — ο ο αγροφύλακας, ο φύλακας αμπελιών, ο δραγάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»